ολορριζί

ολορριζί
ὁλορριζί ή ολορριζεί (Α)
επίρρ. με όλη τη ρίζα, ολόρριζα, σύρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλόρριζος + επιρρμ. κατάλ. -ί / -εί (πρβλ. πανδημ-ί / πανδημ-εί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”